- κατασπαστικός
- κατασπαστικός, -ή, -όν (Α) [κατασπώ]1. αυτός που μπορεί να ελκύσει προς τα κάτω2. φρ. (για τροφές και φάρμακα) «κατασπαστικός γάλακτος» — αυτός που παρέχει αφθονία γάλακτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασπαστικόν — κατασπαστικός fitted for drawing down masc acc sg κατασπαστικός fitted for drawing down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπαστική — κατασπαστικός fitted for drawing down fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπαστικήν — κατασπαστικός fitted for drawing down fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)